- επίνοια
- η (AM ἐπίνοια)1. σκέψη, ιδέα, γνώμη («οὐδ’ ἐπίνοιαν ποιήσασθαι», Πολ.)2. αντίληψη, ιδέα («πᾱσαν ἐπίνοιαν ἀτοπίας ὑπερβάλλειν», Πλούτ.)αρχ.1. η ικανότητα να επινοεί κάποιος, η εφευρετικότητα («oἶvov σὺ τολμᾷς είς ἐπίνοιαν λοιδορεῑν», Αριστοφ.)2. εφεύρεση, επινόημα («θαυμαστὰς ἐξευρίσκων ἐπινοίας», Αριστοφ.)3. πρόθεση, σκοπός, σχέδιο («τίν’ ἐπίνοιαν ἔσχεθες;», Ευρ.)4. δεύτερη σκέψη («ψεύδει γὰρ ἡ ‘πίνοια τὴν γνώμην», Σοφ.)5. κατανόηση («κοινὴ ἐπίνοια», Πολ.)6. σημασία, νόημα τής λέξης7. (ψυχολ.) αναπόληση8. φρ. «κατ’ ἐπίνοιαν» — κατά ιδέααντίθ. τού «κατά περίπτωσιν» στους στωικούς9. φρ. «ἐξ οἰκείων ἐπίνοιαι» — αυθόρμητα σχέδια επιγρ..[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -νοια < -νοος < νους].
Dictionary of Greek. 2013.